τοξάριον

τοξάριον
τοξάριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοξαρίοις — τοξάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξαρίων — τοξάριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξαρίῳ — τοξάριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξάρια — τοξάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάρι — το (AM τοξάριον, Μ και δοξάριον και δοξάριν) τόξο νεοελλ. 1. ουράνιο τόξο 2. ο ουράνιος θόλος 3. το τόξο έγχορδων μουσικών οργάνων (π.χ. βιολιού) με το οποίο πάλλονται οι χορδές τους 4. όργανο παρόμοιο με δοξάρι για το ξύσιμο μαλλιού, βαμβακιού κ …   Dictionary of Greek

  • τοξάρι — το / τοξάριον, ΝΜΑ (υποκορ. τ. τού τόξο) μικρό τόξο νεοελλ. δοξάρι μσν. τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. ποδ άρι(ον)] …   Dictionary of Greek

  • τοξαρέα — ἡ, Μ τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξάριον + επίθημα έα (πρβλ. χορταρ έα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”